- εὐπόρους
- εὔποροςeasy to passmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
богатыи — (441) пр. 1.Богатый: Не рьци богата моужѩ сы||нъ ѥсмь и срамъ ми ѥсть. никъто же бо богатѣи хс҃а оц҃а твоѥго нб҃снааго родивъшааго тѩ. въ коупѣли ст҃ѣи. Изб 1076, 30 об. 31; Обаче соуть и цр҃кви не имɤштѩ съсоудъ нѣкыихъ. ноужьныихъ. тѣмь же лѣпо … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… … Dictionary of Greek
παρατρυφώ — άω, Α 1. ζω με απολαύσεις, πολυτελώς, πλησιάζοντας ευπόρους 2. εντρυφώ σε κάτι 3. συμμετέχω σε κάποιο αγαθό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τρυφῶ «ζω με πολυτέλεια»] … Dictionary of Greek
Βαγιάνης, Κωνσταντίνος — (Νεβσεχίρ Καισαρείας 1846 – Κωνσταντινούπολη 1919). Ηγεμόνας της Σάμου (1898 1900). Καταγόταν από εύπορους γονείς. Πραγματοποίησε τις βασικές σπουδές του στη Σμύρνη και αργότερα σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μετά τις σπουδές του… … Dictionary of Greek
Βενετία — I (Venezia). Πόλη (275.368 κάτ. το 2000) της βορειοανατολικής Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.460 τ. χλμ., 815.009 κάτ.) και της διοικητικής περιοχής Βένετο (βλ. λ.), στο βορειοανατολικό γεωγραφικό διαμέρισμα. H πιο χαρακτηριστική… … Dictionary of Greek
Γεώργιος — I (275 – 305 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, γνωστός ως Τροπαιοφόρος και Θαυματουργός. Πληροφορίες για τη ζωή του περιέχουν τα Συναξάρια. Γεννήθηκε από εύπορους χριστιανούς γονείς και διέθετε πολλά φυσικά και πνευματικά χαρίσματα.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
επαγγελματικός προσανατολισμός — Κοινωνική υπηρεσία που προσφέρει διευκρινίσεις και συμβουλές σχετικά με την εκλογή της σχολικής κατεύθυνσης, σε συνάρτηση με αυτήν της επαγγελματικής δραστηριότητας, σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προσωπικότητας του καθενός και… … Dictionary of Greek
Καταρτζής, Θεόδωρος — Αγωνιστής του 1821 από την Κάσο. Ήταν ένας από τους εύπορους πλοιάρχους του νησιού. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία στο Γύθειο και εργάστηκε με ζήλο για τους σκοπούς της. Υπήρξε από τους πρώτους που προπαρασκεύασαν την εξέγερση στην Κάσο. Τέθηκε… … Dictionary of Greek
Κριεζής, Ανδρέας — (Ύδρα 1816; – 1880). Ζωγράφος. Ανήκε σε ναυτική υδραίικη οικογένεια· ήταν γιος του εμποροπλοιάρχου Δημητρίου Κ., του επονομαζόμενου Χατζημπίρε. Ο ίδιος, όμως, προτίμησε να ακολουθήσει καλλιτεχνική σταδιοδρομία και σπούδασε ζωγραφική στη Γαλλία.… … Dictionary of Greek